- ἀφέρπω
- ἀφέρπωto creep offpres subj act 1st sgἀφέρπωto creep offpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφέρπω — ἀφέρπω (Α) 1. φεύγω κρυφά, ξεγλιστρώ 2. (γενικά) απομακρύνομαι, αποσύρομαι 3. φεύγω από τη ζωή, πεθαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + έρπω] … Dictionary of Greek
ἀφέρπῃ — ἀφέρπω to creep off pres subj mp 2nd sg ἀφέρπω to creep off pres ind mp 2nd sg ἀφέρπω to creep off pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφερπύσαι — ἀφέρπω to creep off aor inf act (attic) ἀφερπύσαῑ , ἀφέρπω to creep off aor opt act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφέρπει — ἀφέρπω to creep off pres ind mp 2nd sg ἀφέρπω to creep off pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφερπε — ἀφέρπω to creep off pres imperat act 2nd sg ἀφέρπω to creep off imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφέρπειν — ἀφέρπω to creep off pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφέρπεις — ἀφέρπω to creep off pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφέρποντες — ἀφέρπω to creep off pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφέρπων — ἀφέρπω to creep off pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek